- ξυλοκάρφι
- το деревянный гвоздь, шип
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλόκαρφο — και ξυλοκάρφι, το 1. ξύλινο καρφί 2. ξύλινος γόμφος που συνδέει τμήματα τού σκελετού ξύλινου πλοίου, ξύλινος πίρος … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
τσιβί — το, Ν (διαλ. τ.) 1. ξύλινο καρφί, ξυλοκάρφι 2. σφήνα, γόμφος 3. φρ. «τού μπήκε το τσιβί» i) αναγκάστηκε, υποχρεώθηκε ii) είναι ανυπόμονος· [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
τύλος — ο, ΝΜΑ ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ. γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.) νεοελλ. 1. η καμπούρα τής… … Dictionary of Greek
τσιβί — το (λ. τουρκ.), ξύλινο καρφί, ξυλοκάρφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)